- Ἤμαθ'
- Ἤμαθε , Ἤμαθοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἤμαθ' — ἤματα , ἦμαρ day neut nom/voc/acc pl ἤματι , ἦμαρ day neut dat sg ἤματε , ἦμαρ day neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιμάθ — Ελληνική απόδοση από τους Ο’ του εβραϊκού Χαμάτ, αρχαιότατης χετιτικής πόλης της Συρίας κοντά στον Ορόντη ποταμό. Στην Παλαιά Διαθήκη απαντάται και ως Εμάθ (Αριθ. λδ’ 8, Ιησ. Ναυή ιγ’ 5) ή Ημάθ (Γ’ Βασιλ. η’ 65). Στην εύφορη περιοχή της ο Σολομών … Dictionary of Greek